ἴαμβος — iambus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
ἰάμβοις — ἴαμβος iambus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάμβου — ἴαμβος iambus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάμβους — ἴαμβος iambus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάμβων — ἴαμβος iambus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάμβῳ — ἴαμβος iambus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴαμβοι — ἴαμβος iambus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴαμβον — ἴαμβος iambus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψίαμβος — κλεψίαμθος, ὁ (Α) 1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι «μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ ίαμβος, χωλ ίαμβος] … Dictionary of Greek